τετράμετρο

τετράμετρο
το
ρυθμική μορφή στην αρχαία μετρική που αποτελείται από τέσσερα μετρικά πόδια: Ιαμβικό τετράμετρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… …   Dictionary of Greek

  • αριστοφάνειος — α, ο (Α ἀριστοφάνειος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη 2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος αρχ. «ἀριστοφάνειον μέτρον» το αναπαιστικό τετράμετρο …   Dictionary of Greek

  • δίμοιρο — το (Α δίμοιρος, ον Μ δίμοιρον, το) το ουδ. ως ουσ. το δίμοιρο(ν) τα δύο τρίτα ενός συνόλου αρχ. α) το μισό τής δραχμής β) το μισό τής λίτρας αρχ. επίθ. δίμοιρος, ον 1. διαιρεμένος στα δύο 2. φρ. δίμοιρον ή «δίμοιρον ἔπους» ή «δίμοιρον ἐπικόν» το… …   Dictionary of Greek

  • ιππωνάκτειος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Ίωνα ποιητή τού 6ου π.Χ. αιώνα Ιππώνακτα 2. φρ. «ἱππωνάκτειο μέτρο» η μετρική παραλλαγή τού τροχαϊκού τετραμέτρου την οποία επινόησε ο ποιητής Ιππώναξ σε σκωπτικά ποιήματά του, τοποθετώντας σπονδείο αντί για… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”